Dictionary of Greek. 2013.
μάκενα — η (λ. ιταλ.), η μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάκινα — η βλ. μάκενα … Dictionary of Greek